- κοπιώδη
- κοπιώδηςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)κοπιώδηςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)κοπιώδηςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαζοκεφαλιά — η, Ν 1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι 2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. απλοχερ ιά)] … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek